«Οδηγός αισιοδοξίας» («The silver lining playbook», ΗΠΑ, 2012) του Ντέιβιντ Ο. Ράσελ, με τους Μπράντλεϊ Κούπερ, Τζένιφερ Λόρενς, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τζάκι Γουίβερ, Κρις Τάκερ
Ο Πατ (Μπράντλεϊ Κούπερ) έχει μόλις βγει από την ψυχιατρική κλινική, βρίσκεται υπό επιτήρηση και αρνείται να πάρει τα χάπια που του συνιστούν οι γιατροί. Ζει με τους γονείς του, ο άνεργος πατέρας του (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) βγάζει τον επιούσιο ως bookmaker του αμερικανικού ποδοσφαίρου με στόχο να ανοίξει κάποτε ένα εστιατόριο. Ο Πατ είναι καθηγητής και το μεγαλύτερο κόλλημα που έχει (και μιλάμε για τεράστιο κόλλημα) είναι η σύζυγός του, εξαιτίας της οποίας, άλλωστε, βρέθηκε στην κλινική. Δεν του επιτρέπεται να την πλησιάσει, όπως επίσης δεν του επιτρέπεται να πλησιάσει στο σχολείο του. Ουφ!!!
Πώς είναι δυνατόν μέσα σε όλο αυτό το χάος ο Πατ να μπορέσει να αποβάλει την απαισιοδοξία και τον αρνητισμό και, όπως λέει, να «ανακατασκευάσει τον εαυτό του»;
Οσο εύλογο ακούγεται το ερώτημα (που τέθηκε κατ' αρχάς στο μυθιστόρημα του Μάθιου Κουίκ «The silver lining playbook»), άλλο τόσο δύσκολη είναι η απάντηση σε αυτή την αεικίνητη ταινία η οποία νιώθεις ότι βουλιάζει μέσα στην κινούμενη άμμο των νευρώσεων, της υστερίας και του άγχους. Η ένταση που επικρατεί εδώ είναι τρομακτική αλλά η αλήθεια είναι ότι από κάποιο σημείο και μετά αρχίζεις να τη συνηθίζεις, γεγονός που οφείλεται στο ότι κανείς από τους χαρακτήρες δεν χάνει ποτέ το χιούμορ του.
Η τεχνική που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Ο. Ράσελ είναι ακριβώς η ίδια με την προηγούμενη ταινία του, το «The fighter». Απλώς εδώ λείπει το μποξ και υπάρχει χιούμορ. Η κάμερα γυρίζει αριστερά-δεξιά σαν σβούρα, οι άνθρωποι μιλούν συνεχώς, νιώθεις ότι κανείς ποτέ δεν χαλαρώνει.
Το φως της ελπίδας για τον Πατ αστράφτει πάνω στο πρόσωπο μιας νεαρής κοπέλας που παρά τα εξ ίσου μεγάλα προβλήματα και τις αναποδιές στη ζωή της, εκπέμπει έναν απίστευτο δυναμισμό και μπορεί όντως να στηρίξει τον συνάνθρωπό της. Η ηρωίδα αυτή έχει το πρόσωπο της Τζένιφερ Λόρενς, μιας από τις πολυτιμότερες νέες ηθοποιούς του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου, η οποία δικαιότατα προτάθηκε για Οσκαρ και πολύ πιθανόν να το πάρει γιατί το Χόλιγουντ τη στηρίζει.
Οσκαρ επίσης διεκδικούν ο Κούπερ (ξεχάστε ό,τι έχετε δει με αυτόν μέχρι σήμερα), ο Ντε Νίρο (επιτέλους σε έναν καλό ρόλο που δικαιώνει το όνομά του!), η Τζάκι Γουίβερ στον ρόλο της μητέρας και ο Ο. Ράσελ (ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος).
Βαθμολογία: 4
Κρουζ για χάζι
«Jack Reacher» (ΗΠΑ, 2012) του Κρίστοφερ Μακουάρι, με τους Τομ Κρουζ, Ρόμπερτ Ντιβάλ, Βέρνερ Χέρτσογκ
Παρά τα 50 του (τα οποία έκλεισε πέρυσι) ο Τομ Κρουζ παραμένει ένας χαρισματικός baby face σταρ, όπως φαίνεται στην τελευταία ταινία του, μεταφορά στο σινεμά ενός από τα πολλά μυθιστορήματα του Λι Τσάιλντ με τον ίδιο ήρωα, τον Τζακ Ρίτσερ (έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις BELL με τίτλο «Με μια βολή»).
Ο Ρίτσερ είναι ένας σκληροτράχηλος πρώην στρατιωτικός που έχει φάει τους πολέμους με το κουτάλι, θεωρείται άσος στο σημάδι, άσος στις πολεμικές τέχνες αλλά και άσος ερευνητής δύσκολων υποθέσεων. Στην πραγματικότητα είναι ένας πολύ καλός ντετέκτιβ και όπως όλοι οι ντετέκτιβ είναι επίσης ένας άνθρωπος-μυστήριο, ο οποίος μάλιστα δεν θα επιτρέψει σε κανένα FBI και καμία CIA να τον βρουν, αν ο ίδιος δεν το θελήσει. Εν προκειμένω θα κάνει ο ίδιος την εμφάνισή του προκειμένου να λύσει το μυστήριο της ανεξήγητης δολοφονίας πέντε ανθρώπων για τις οποίες κατηγορείται ένας συμπολεμιστής του στον πόλεμο του Ιράκ, τον οποίο ο Ρίτσερ ούτως ή άλλως αντιπαθούσε.
Η έρευνά του μας οδηγεί πέρα από καθετί στον κόσμο του ιδίου του Ρίτσερ αλλά και στο πώς αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Εχει κυνικό χιούμορ, παραείναι σίγουρος για τον εαυτό του και δεν αστειεύεται όταν δέρνει (αν και καμιά φορά βαριέται). Μπορεί μεν το σενάριο να είναι μπερδεμένο αλλά σε γενικές γραμμές γουστάρεις να χαζεύεις τον Κρουζ ενώ επιβάλλεται παντού και πάντα. Το ενδιαφέρον (και ωραίο) σε αυτή την ταινία όμως, που σκηνοθέτησε ο Κρίστοφερ Μακουάρι, σεναριογράφος των «Συνήθων υπόπτων», είναι ότι όλες οι σκηνές δράσης της, είτε αυτές λέγονται πάλη σώμα με σώμα είτε κυνηγητό αυτοκινήτων, είναι γυρισμένες με μια αξιοπρόσεκτη λιτότητα, αυτό που λέμε «χειροποίητες» και χωρίς την υπερβολική φιοριτούρα των ειδικών εφέ.
Το ελκυστικό δευτεραγωνιστικό καστ περιλαμβάνει εκτός άλλων τον Ρόμπερτ Ντιβάλ στον ρόλο ενός ετοιμόλογου πωλητή όπλων που βοηθά τον Ρίτσερ, αλλά και τον γερμανό σκηνοθέτη Βέρνερ Χέρτσογκ, που είναι η πηγή του κακού της ιστορίας, ένας άνθρωπος τόσο πειθαρχημένος που δεν σου κάνει και τόση εντύπωση που για να μην πάθει γάγγραινα στα χέρια όταν ήταν φυλακισμένος στη Σιβηρία, αποφάσισε να φάει τα… δάχτυλά του και το έκανε.
Βαθμολογία: 2
Το τίμημα του σεξ
«Μετά τη Λουτσία» («After Lucia», Μεξικό, 2012) σε σκηνοθεσία Μίτσελ Φράνκο, με τους Τέσα Ια, Χερνάν Μεντόζα
Το πρώτο πλάνο αυτής της ταινίας είναι καθοριστικό για το σκηνοθετικό ύφος που θα επικρατήσει καθ' όλη τη διάρκειά της. Ακίνητη η κάμερα στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, παρακολουθεί τα δρώμενα στον δρόμο, έξω από το παρμπρίζ του οδηγού. Το αμάξι αρχίζει να κινείται και εμείς, από την πλάτη του οδηγού, βλέπουμε όλα όσα εκείνος βλέπει οδηγώντας. Η ώρα περνά αργά αλλά σταθερά. Ωσπου μια κοπέλα (Τέσα Ια) μπαίνει στο αμάξι. Μαθαίνουμε ότι ο οδηγός είναι ο πατέρας της. Προφανώς την έχει πάρει από κάπου μακριά. Καταλήγουν στο σπίτι του. Κάτι σαν ένα νέο ξεκίνημα τους περιμένει.
Η εισαγωγή στο κλίμα της ταινίας θα είναι τελικά αρκετά μεγάλη μέχρι το φιλμ να πάρει πραγματικά μπροστά, κάτι που θα γίνει μετά το πρώτο 40λεπτο, όταν το κορίτσι θα κάνει σεξ σε μια τουαλέτα υπό την παρακολούθηση της κάμερας ενός κινητού. Από εκεί αρχίζει η κόλασή του. Το βιντεάκι ανεβαίνει στο Internet και όλοι οι συμμαθητές της το βλέπουν, οπότε το κορίτσι γίνεται στόχος χλευασμού, εξευτελισμού και απάνθρωπης μεταχείρισης. Το κορίτσι βασανίζεται όχι μόνον σωματικά μέσα στο περιβάλλον του σχολείου (τη βιάζουν, την ουρούν κ.λπ.) αλλά και ψυχολογικά, μέσα στη μοναξιά του γιατί το ίδιο δεν έχει πει τίποτε σε κανέναν, ούτε καν στον πατέρα της ο οποίος τη λατρεύει.
Μια απερισκεψία καταστρέφει μια ζωή. Ή και περισσότερες. Ο Μίτσελ Φράνκο παρακολουθεί τα δρώμενα με την αυστηρότητα ενός Μίχαελ Χάνεκε, παρουσιάζει τις καταστάσεις ωμά και ποτέ ωραιοποιημένα (είναι χαρακτηριστική η απουσία της μουσικής) και αφήνει τον θεατή να βγάλει μόνος τα συμπεράσματά του. Παρά το ακραίο φινάλε, αυτό το άκρως επίκαιρο αλλά και πολύ λεπτό θέμα χαίρει του προσεκτικού χειρισμού που χρειάζεται και η ταινία μπαίνει κατευθείαν στον ψυχισμό της κοπέλας και κάνει σκληρές επισημάνσεις, όπως για παράδειγμα η παντελής απουσία των γονέων από τον κόσμο των παιδιών τους. Απέσπασε το βραβείο στο τμήμα Ενα Κάποιο Βλέμμα πέρυσι στις Κάννες και υπήρξε η επίσημη πρόταση από το Μεξικό στα Οσκαρ για την καλύτερη ξενόγλωσση ταινία.
Βαθμολογία: 3
Δημοκρατία όπως λέμε Coca Cola
«Νο» του Πάμπλο Λαρέιν, με τον Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο χιλιανός δικτάτορας Αουγκούστο Πινοσέτ αποφάσισε να προβεί σε δημοψήφισμα για να δει αν ο λαός της Χιλής ήθελε ή όχι να παραμείνει στην εξουσία για τα επόμενα οκτώ χρόνια. Η ευκαιρία για τους Χιλιανούς να πετάξουν τον δικτάτορα έξω από τη χώρα είχε δοθεί και η ταινία του Πάμπλο Λαρέιν, η οποία συμπληρώνει την «τριλογία Πινοσέτ» (μετά το «Τόνι Μανέρο» και το «Post Mortem»), επιστρέφει έξυπνα σε εκείνη την εποχή καταγράφοντας όλα τα στάδια της «Καμπάνιας του Οχι» όπως ονομάστηκε η προσπάθεια των αντιπάλων του Πινοσέτ να πείσουν τον λαό να ξεβρωμίσει τη Χιλή από τη δικτατορία.
Ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ υποδύεται τον διαφημιστή που ανέλαβε την ηγεσία της καμπάνιας του «Οχι» (στην πραγματικότητα οι διαφημιστές ήταν δύο, που «ποιητική» αδεία ενσωματώνονται σε ένα πρόσωπο) και η ταινία δείχνει ότι ο μοντερνισμός θεωρήθηκε τελικά ελκυστικότερη μέθοδος προσέγγισης του κόσμου συγκριτικά με την αρτηριοσκλήρωση της σοβαρότητας και των παραδόσεων.
Ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής, ο νεαρός διαφημιστής αρνείται την προπαγάνδα με τις σκηνές του ξυλοκοπήματος στους δρόμους και τα νούμερα των εξαφανισθέντων ή των νεκρών. Αναζητεί κάτι «πιο συμπαθητικό», πιο γλυκό, πιο ελκυστικό για τη μάζα. Ομως δεν μπορεί να πείσει γιατί τα μεγάλα κεφάλια που υπηρετεί είναι παλιάς νοοτροπίας, άνθρωποι πολύ βασανισμένοι για να δεχτούν το καινούργιο. Πώς είναι δυνατόν το κλιπ που διαφημίζει τη δημοκρατία να μοιάζει με διαφήμιση της… Coca-Cola;
Κατά τον ίδιο τρόπο ο Πάμπλο Λαρέιν δεν θέλει να κάνει μια στρατευμένη, τυφλή ταινία. Αντιθέτως, εξετάζει όλες τις παραμέτρους, επισημαίνοντας ότι ακόμη και ο λαός που υποτίθεται ότι έχει ταλαιπωρηθεί από τον Πινοσέτ, τελικά τον θέλει. Η δημοκρατία είναι μια πολύ εύθραυστη έννοια. Η σκηνή με την υπηρέτρια είναι χαρακτηριστική. Θα ψηφίσει «ναι» γιατί ο γιος της σπουδάζει στο κολέγιο και η κόρη της έχει δουλειά. Και οι νεκροί, οι εξαφανισμένοι; Α, μα αυτά είναι παρελθόν, λέει. Ιδού λοιπόν το δείγμα ενός μέσου ψηφοφόρου και το πόσο εύκολα μπορεί να πατήσει την μπανανόφλουδα της δικτατορίας εφόσον δεν θίγονται τα δικά του συμφέροντα. Γι' αυτό και η ταινία του Πάμπλο Λαρέιν κοιτάζει μεν το παρελθόν αλλά είναι πάρα, μα πάρα πολύ επίκαιρη.
Βαθμολογία: 3
Εξαντλημένο θέμα
«Αγάπησα ένα ζόμπι» («Warm bodies», ΗΠΑ, 2012) του Τζόναθαν Λιβάιν, με τους Νίκολας Χάουλτ, Τερέσα Πάλμερ, Τζον Μάλκοβιτς
Το πολύκροτο θέμα των ζόμπι επανέρχεται και πάλι στην μεγάλη οθόνη_ αυτή την φορά μέσα από το ρομάντζο που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ένα νεαρό ζόμπι (Νίκολας Χάουλτ) και μια ζωντανή κοπέλα (Τερέσα Πάλμερ) σε μια εποχή που οι ζωντανοί -νεκροί αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού της Γης. Το αποτέλεσμα είναι μια εναλλακτική ιστορία αγάπης, η οποία μάλιστα, πρεσβεύει την ιδέα ότι η αγάπη μπορεί να νικήσει ακόμα και τον θάνατο. Ωστόσο, το φιλμ είναι επίσης η τρανή απόδειξη ότι το θέμα με τα ζόμπι έχει πια εξαντληθεί με αποτέλεσμα το Χόλιγουντ να αναζητεί αγωνιωδώς όλο και πιο παράξενες ιδέες για να το επαναφέρει στο προσκήνιο. Αυτό δεν σημαίνει πάντοτε επιτυχία.